- διφθερίας
- διφθερίας, ο (Α)αυτός που φορεί διφθέρα (στους τραγικούς ποιητές, δούλοι με διφθέραστους κωμικούς, γέροι αγρότες).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφθερίας — διφθερίᾱς , διφθερίας clad in a leathern jerkin masc acc pl διφθερίᾱς , διφθερίας clad in a leathern jerkin masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθερίαι — διφθερίας clad in a leathern jerkin masc nom/voc pl διφθερίᾱͅ , διφθερίας clad in a leathern jerkin masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθερίᾳ — διφθερίαι , διφθερίας clad in a leathern jerkin masc nom/voc pl διφθερίᾱͅ , διφθερίας clad in a leathern jerkin masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DIPHTHERA — propria servorum olim, cum exomide, vestis fuit. Unde apud Aristoph. Vespis conqueruntur urbani senes, Philocleonem herum a servis suis domi clausum, sub custodia teneri, oblitis munerum quae ab eo acceperant; neque enim illos subire memoriam… … Hofmann J. Lexicon universale
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek